ἄσπρο, τὸ
Ερμηνεία:
[το λευκό]
Ετυμολογία:
Μεσαιων. άσπρον < Λατ. asprum < asperum, ουδ. του asper (τραχύς). Τα ασημένια νομίσματα είχαν στην αρχή τραχεία επιφάνεια, nummi asperi. Στη βυζαντινή περίοδο εξ αιτίας το λευκού χρώματος του αργύρου το λευκό χρώμα προσονομάστηκε άσπρο]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Ὁ Ἔρωτας στὰ χιόνια .... Ἄσπρο σινδόνι... νὰ μᾶς ἀσπρίσῃ ὅλους στὸ μάτι τοῦ Θεοῦ...
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|
|
|